- αμυχή
- ηγρατσούνισμα, επιπόλαιο τραύμα στο δέρμα: Είχε μια αμυχή στο χέρι κι έτρεχε λίγο αίμα απ’ αυτήν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμυχῇ — ἀμυχή scratch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχή — scratch fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… … Dictionary of Greek
ἀμυχαῖς — ἀμυχή scratch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχαί — ἀμυχή scratch fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχμόν — ἀμυχή scratch masc acc sg ἀμυχμός wound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχῆς — ἀμυχή scratch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχήν — ἀμυχή scratch fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχῶν — ἀμυχή scratch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυχώδης — ἀμυχώδης, ες (Α) [ἀμυχή] όμοια με αμυχή, γεμάτος σκασίματα, ραγάδες … Dictionary of Greek